κελλιωτικός

κελλιωτικός
κελλιωτικός, -ή, -όν (Α) [κελλιώτης]
ερημιτικός, σε αντιδιαστολή με το κοινοβιακός («κελλιωτικά μοναστήρια», Θεόδ. Βαλσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”